παραμηρίδια

παραμηρίδια
παραμηρίδιος
along the thighs
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραμηρίδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κατά μήκος τών μηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμηρίδια οπλισμός τών μηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μηρός + κατάλ. ίδιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”